ξιπάζω

ξιπάζω
ξίπασα, ξιπάστηκα, ξιπασμένος
1. τρομάζω κάποιον, τον κάνω να τρομάξει.
2. το μέσ., ξιπάζομαι τρομάζω, σκιάζομαι: Ξιπάστηκε το άλογο από την τουφεκιά.
3. το μέσ., μτφ., περηφανεύομαι, καυχιέμαι, προσπαθώ να κάνω το σπουδαίο: Είδαν στα χέρια τους χρήματα και ξιπάστηκαν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”